ἅλω δρόμος Nic.Th.29
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λιστρωτός — λιστρωτός, ή, όν (Α) [λίστρον] ομαλός, ισοπεδωμένος («λιστρωτὸς ἅλω δρόμος», Νίκ.) … Dictionary of Greek
λιστρωτόν — λιστρωτός levelled masc acc sg λιστρωτός levelled neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)